τορονευτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_11)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορονευτός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως [[ἐκεῖ]] [[πλεονάκις]], [[ἅπαξ]] δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ [[τορνευτός]].
|lstext='''τορονευτός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως [[ἐκεῖ]] [[πλεονάκις]], [[ἅπαξ]] δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ [[τορνευτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[τορνευτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. [[αντί]] [[τορνευτός]] (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[τορόνος]])].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορονευτός Medium diacritics: τορονευτός Low diacritics: τορονευτός Capitals: ΤΟΡΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: toroneutós Transliteration B: toroneutos Transliteration C: toroneftos Beta Code: toroneuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.

Greek (Liddell-Scott)

τορονευτός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως ἐκεῖ πλεονάκις, ἅπαξ δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ τορνευτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τορνευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)].