θηρόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρόβρωτος''': -ον, = [[θηρόβορος]], Στράβ. 263, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[θηριόβρωτος]].
|lstext='''θηρόβρωτος''': -ον, = [[θηρόβορος]], Στράβ. 263, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[θηριόβρωτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρόβρωτος]] και [[θηριόβρωτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θηρόβοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>βρωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβρωτος Medium diacritics: θηρόβρωτος Low diacritics: θηρόβρωτος Capitals: ΘΗΡΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thēróbrōtos Transliteration B: thērobrōtos Transliteration C: thirovrotos Beta Code: qhro/brwtos

English (LSJ)

ον,= θηρόβοτος, Str.6.1.12 (

   A v.l. θηριοβρ-).

German (Pape)

[Seite 1210] v. l. für θηριόβρωτος, Strab. VI, 263.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Στράβ. 263, μετὰ διαφ. γραφ. θηριόβρωτος.

Greek Monolingual

θηρόβρωτος και θηριόβρωτος, -ον (Α)
βλ. θηρόβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. ά-βρωτος, πολύ-βρωτος].