φαλακρότης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλακρότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]] κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναφαλαντίασις]], ἡ κατὰ τὸ [[βρέγμα]] [[γυμνότης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. [[λειότης]], φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827. | |lstext='''φᾰλακρότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]] κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναφαλαντίασις]], ἡ κατὰ τὸ [[βρέγμα]] [[γυμνότης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. [[λειότης]], φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />calvitie sur le haut de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[φαλακρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A baldness on the crown, opp. ἀναφαλαντίασις (in front), Arist. HA518a28. II smoothness, φ. κεφαλῆς of a bone, Hp. Mochl.41.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, die Kahlheit, Kahlköpfigkeit, kahler Kopf, Glatze, ἡ κατὰ κορυφὴν λειότης Arist. H. A. 3, 11, während ἀναφαλαντίασις die Kahlköpfigkeit über der Stirn des Vorderkopfes bedeutet, Plut. Galb. 13.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλακρότης: -ητος, ἡ, γυμνότης κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναφαλαντίασις, ἡ κατὰ τὸ βρέγμα γυμνότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. λειότης, φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
calvitie sur le haut de la tête.
Étymologie: φαλακρός.