ἀνήκουστος: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285. | |lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνηκουστέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be heard, inaudible, Arist.de An.421b5. 2 unheard of, ἤκουσ' ἀνήκουστα . . ὥστε φρῖξαι S.El.1407, cf. E.Hipp.363 (lyr.). 3 of prayers, not to be granted, Antiph01.22. II Act., not willing to hear: τὸ ἀ. disobedience, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 229] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήκουστος: ον (ἀκούω) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, τρομερός, Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ ἔλλειψις ὑπακοῆς, ἡ παρακοή, Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.
Étymologie: ἀνηκουστέω.