ὑποδιοικητής: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_19)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδιοικητής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων [[διοικητής]], Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.
|lstext='''ὑποδιοικητής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων [[διοικητής]], Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδιοικητής]], ΝΑ [[διοικητής]]<br />[[άτομο]] που σε μια [[ιεραρχία]] κατέχει [[θέση]] [[αμέσως]] κατώτερη από του διοικητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προϊστάμενος]] υποδιοίκησης·2. <b>στρ.</b> [[αξιωματικός]] στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, [[αμέσως]] [[κατώτερος]] από τον διοικητή.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιοικητής Medium diacritics: ὑποδιοικητής Low diacritics: υποδιοικητής Capitals: ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: hypodioikētḗs Transliteration B: hypodioikētēs Transliteration C: ypodioikitis Beta Code: u(podioikhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A sub-διοικητής, PSI6.632.11 (iii B. C.), PCair.Zen.403.12 (iii B. C.), PGrenf.2.23.2 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιοικητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων διοικητής, Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.