καταλσής: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_7) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλσής''': -ές, [[πλήρης]] ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) [[ὡσαύτως]] κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ [[δασέα]] καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ. | |lstext='''καταλσής''': -ές, [[πλήρης]] ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) [[ὡσαύτως]] κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ [[δασέα]] καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταλσής]], -ές (Α)<br />(για [[τόπο]]) [[δασώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλσος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>αλσής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἄλσος)
A woody, Str.5.3.11:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.
German (Pape)
[Seite 1361] ές (so accent. Kramer richtig), Strab. V, 3 p. 238, mit vielen Hainen.
Greek (Liddell-Scott)
καταλσής: -ές, πλήρης ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) ὡσαύτως κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ δασέα καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ.
Greek Monolingual
καταλσής, -ές (Α)
(για τόπο) δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευ-αλσής].