ἀνομόλογος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνομόλογος''': -ον, [[ἀσύμφωνος]], διὰ τὸ ἐκεῖνα [[εἶναι]] ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40. | |lstext='''ἀνομόλογος''': -ον, [[ἀσύμφωνος]], διὰ τὸ ἐκεῖνα [[εἶναι]] ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non d’accord, contradictoire.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὁμόλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not agreeing, incongruous, S.E.M.8.331, cf. Harp. s.v. ἀσυνθετώτατον, Apollon.Cit.3: c. dat., Alex.Aphr.in Top.548.17. Adv. -γως Porph. Abst.2.40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομόλογος: -ον, ἀσύμφωνος, διὰ τὸ ἐκεῖνα εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non d’accord, contradictoire.
Étymologie: ἀ, ὁμόλογος.