δυσπαρακόμιστος: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2. | |lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à transporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.