τετράμετρος: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράμετρος''': [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, [[εἶναι]] [[καθόλου]] τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. [[τρίμετρος]]. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D. | |lstext='''τετράμετρος''': [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, [[εἶναι]] [[καθόλου]] τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. [[τρίμετρος]]. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de quatre mesures ; <i>t. de métr.</i> tétramètre;<br />τὸ τετράμετρον :<br /><b>1</b> vers tétramètre;<br /><b>2</b> mesure d’un quart de médimne <i>(envir. 10 litres)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of four metres, i.e., in iambic and trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar.Nu.642,645, X.Smp.6.3, Arist.Rh.1404a31, 1409a1, Po.1459b37: also the anapaestic tetrameter, called τὸ Ἀριστοφάνειον (as in Nu.957 sq.), D.H. Comp.25; cf. τρίμετρος. 2 γωνίαι τ. square, i.e. right, angles, Callix.2 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1098] vier Maaße haltend; γωνίαι, Ath. V, 199 c, scheint »viereckig« zu bedeuten; – in der Metrik = aus vier Maaßen bestehend, ein trochäischer, jambischer u. anapästischer Rhythmus aus vier Dipodien bestehend, in dactylischen u. andern Versen aus vier einfachen Versfüßen bestehend, Gramm.; – τὸ τετράμετρον, Ar. Nubb. 632; Xen. Conv. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμετρος: [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, εἶναι καθόλου τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· ὡσαύτως καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. τρίμετρος. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre mesures ; t. de métr. tétramètre;
τὸ τετράμετρον :
1 vers tétramètre;
2 mesure d’un quart de médimne (envir. 10 litres).
Étymologie: τέσσαρες, μέτρον.