κελαδοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελαδοδρόμος''': ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. [[κελαδεινός]]. | |lstext='''κελαδοδρόμος''': ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. [[κελαδεινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελαδοδρόμος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[δρόμος]], <i>ιππο</i>-[[δρόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A rushing amid the noise of the chase, epith. of Artemis, Orph.A.902.
German (Pape)
[Seite 1413] unter Geschrei, Jagdlärm einhereilend, Artemis, Orph. Arg. 900.
Greek (Liddell-Scott)
κελαδοδρόμος: ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. κελαδεινός.
Greek Monolingual
κελαδοδρόμος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο-δρόμος, ιππο-δρόμος.