ὀπωρίζω: Difference between revisions
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωρίζω''': ([[ὀπώρα]] ΙΙ) [[συλλέγω]], [[συνάγω]] καρπούς, ὀπ. ὀπώραν Πλάτ. Νόμ. 845Α· σῦκα [[αὐτόθι]] 844Α· ἀπὸ συκῆς ὀπώριζε Διογ. Λ. 6. 61· [[τρώγω]] καρπούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· [[συνάγω]] τοὺς καρποὺς καὶ ἀποθηκεύω, Πλουτ. Περικλ. 9· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῷ τύπῳ, [[συνάγω]] τοὺς καρπούς μου, Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 94· μεταφορ., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 51. ΙΙ. [[συνάγω]] καρπὸν ἔκ τινος, ὀπωριεῦντες (Ἰων. μέλλ. ἀντὶιοῦντες) τοὺς φοίνικας Ἡρόδ. 4. 172, 182. | |lstext='''ὀπωρίζω''': ([[ὀπώρα]] ΙΙ) [[συλλέγω]], [[συνάγω]] καρπούς, ὀπ. ὀπώραν Πλάτ. Νόμ. 845Α· σῦκα [[αὐτόθι]] 844Α· ἀπὸ συκῆς ὀπώριζε Διογ. Λ. 6. 61· [[τρώγω]] καρπούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· [[συνάγω]] τοὺς καρποὺς καὶ ἀποθηκεύω, Πλουτ. Περικλ. 9· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῷ τύπῳ, [[συνάγω]] τοὺς καρπούς μου, Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 94· μεταφορ., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 51. ΙΙ. [[συνάγω]] καρπὸν ἔκ τινος, ὀπωριεῦντες (Ἰων. μέλλ. ἀντὶιοῦντες) τοὺς φοίνικας Ἡρόδ. 4. 172, 182. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὀπωριῶ;<br />récolter les fruits ; <i>simpl.</i> récolter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
(ὀπώρα II)
A gather fruit, ὀ. ὀπώραν Pl.Lg.845a ; σῦκα ib.844e; ἀπὸ συκῆς ὠπώριζε D.L.6.61 ; eat fruits, Arist.HA612a30 ; gather in the fruits, Plu.Per.9 :—so in Med., gather in one's fruits, Theopomp.Hist.89 : metaph., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Dius ap.Stob.4.21.16. II gather fruit off, ὀπωριεῦντες (Ion. fut. for -ιοῦντες) τοὺς φοίνικας Hdt. 4.172,182.
German (Pape)
[Seite 364] herbsten, die Früchte der ὀπώρα einerndten, Obst od. Früchte einsammeln; ὀπωριεῦντες (fut.) τοὺς φοίνικας, Her. 4, 172. 182; Plat. Legg. VIII, 844 e. – Med. für sich erndten; Theopomp. bei Ath. XII, 533 b; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρίζω: (ὀπώρα ΙΙ) συλλέγω, συνάγω καρπούς, ὀπ. ὀπώραν Πλάτ. Νόμ. 845Α· σῦκα αὐτόθι 844Α· ἀπὸ συκῆς ὀπώριζε Διογ. Λ. 6. 61· τρώγω καρπούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· συνάγω τοὺς καρποὺς καὶ ἀποθηκεύω, Πλουτ. Περικλ. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῷ τύπῳ, συνάγω τοὺς καρπούς μου, Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 94· μεταφορ., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 51. ΙΙ. συνάγω καρπὸν ἔκ τινος, ὀπωριεῦντες (Ἰων. μέλλ. ἀντὶιοῦντες) τοὺς φοίνικας Ἡρόδ. 4. 172, 182.
French (Bailly abrégé)
f. ὀπωριῶ;
récolter les fruits ; simpl. récolter, acc..
Étymologie: ὀπώρα.