τετρακέρατος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(6_16)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρακέρατος''': -ον, = [[τετράκερως]], Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.
|lstext='''τετρακέρατος''': -ον, = [[τετράκερως]], Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετρακέρατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κεραίες<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] κεράτια, [[τέσσερα]] καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ [[νόμισμα]] ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν [[δώδεκα]]», Θεοφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>κέρατος</i>. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] καράτια» <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράτιον]] «[[καράτι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκέρᾱτος Medium diacritics: τετρακέρατος Low diacritics: τετρακέρατος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: tetrakératos Transliteration B: tetrakeratos Transliteration C: tetrakeratos Beta Code: tetrake/ratos

English (LSJ)

ον,

   A four-horned, Orph.Fr.77.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.

Greek (Liddell-Scott)

τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].