πολυφυής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, [[πολυμερής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. [[διφυής]]. | |lstext='''πολῠφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, [[πολυμερής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. [[διφυής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει πολλαπλή [[φύση]], [[πολυειδής]], [[πολύμορφος]], [[πολυποίκιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> ή [[φύος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]] «[[φυτρώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (φυή)
A divided into many, manifold, Arist.HA493a1.
German (Pape)
[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ-φυής, μεγαλο-φυής].