μίαχος: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_1) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίαχος''': (;) «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ. | |lstext='''μίαχος''': (;) «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μίαχος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]]»<br /><b>2.</b> «τὸ δυσῶδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>μια</i>- του [[μιαίνω]], πιθ. με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βόστρυ</i>-<i>χος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also,
A = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.
German (Pape)
[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυ-χος)].