σπαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_1)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰθίζω''': ([[σπάθη]] 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, [[ἀλείφω]], [[χρίω]], Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., [[συνηθίζω]] νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) ([[σπάθη]] 5) [[παίζω]] τὴν σπάθην, [[κάμνω]] ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = [[σπαθάω]] ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.
|lstext='''σπᾰθίζω''': ([[σπάθη]] 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, [[ἀλείφω]], [[χρίω]], Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., [[συνηθίζω]] νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) ([[σπάθη]] 5) [[παίζω]] τὴν σπάθην, [[κάμνω]] ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = [[σπαθάω]] ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σπάθη]]<br /><b>(αμτβ.)</b> ασκούμαι στην [[ξιφασκία]]<br />(νεοελλ-μσν.) <b>(μτβ.)</b> [[χτυπώ]] με [[σπαθί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] με [[σπάτουλα]]<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>σπαθίζομαι</i><br />[[συνηθίζω]] να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> καταστρέφομαι.
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθίζω Medium diacritics: σπαθίζω Low diacritics: σπαθίζω Capitals: ΣΠΑΘΙΖΩ
Transliteration A: spathízō Transliteration B: spathizō Transliteration C: spathizo Beta Code: spaqi/zw

English (LSJ)

(

   A σπάθη 2) stir with a spatula, ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.Fr.85:—Med., use one in anointing oneself, Hsch.    2 (σπάθη 5) play with the sword, v.l. in Cratin.219.    II = σπαθάω 11, in Pass., to be squandered, i.e. destroyed, Ly d.Mag.2.1.

German (Pape)

[Seite 915] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθίζω: (σπάθη 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, ἀλείφω, χρίω, Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., συνηθίζω νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) (σπάθη 5) παίζω τὴν σπάθην, κάμνω ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = σπαθάω ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σπάθη
(αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία
(νεοελλ-μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί
αρχ.
1. απλώνω κάτι με σπάτουλα
2. σπαταλώ, διασπαθίζω
3. μέσ. σπαθίζομαι
συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες
4. παθ. καταστρέφομαι.