ἀπομειουρίζω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_1) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125. | |lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3<br />[[rematar]], [[terminar en punta]] ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.<i>Ar</i>.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
or ἀπομειουρ-μυουρίζω, (μείουρος)
A make to taper off to a point, Nicom.Ar.2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.
German (Pape)
[Seite 314] abstumpfen, Nicom. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομειουρίζω: (μείουρος) ἀποτελειώνω τι οὕτως ὥστε νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3
rematar, terminar en punta ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.Ar.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.