καταπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπέτομαι''': (πρβλ. [[πέτομαι]]) «πετῶ» πρὸς τὰ [[κάτω]]: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ [[ἧπαρ]] Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· [[ὡσαύτως]] ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -[[πετάομαι]]· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. [[ἀναπέτομαι]]).
|lstext='''καταπέτομαι''': (πρβλ. [[πέτομαι]]) «πετῶ» πρὸς τὰ [[κάτω]]: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ [[ἧπαρ]] Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· [[ὡσαύτως]] ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -[[πετάομαι]]· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. [[ἀναπέτομαι]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[καταπτήσομαι]], <i>3ᵉ sg. ao.</i> κατέπτατο, <i>ao.2 Act.</i> [[κατέπτην]], <i>part. avec sync.</i> [[καταπτάμενος]], <i>ao.2 Moy.</i> κατεπτόμην &gt; <i>sbj.</i> [[κατάπτωμαι]], <i>2ᵉ sg. opt.</i> [[καταπτοῖο]];<br />descendre en volant, voler d’en haut.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέτομαι Medium diacritics: καταπέτομαι Low diacritics: καταπέτομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: katapétomai Transliteration B: katapetomai Transliteration C: katapetomai Beta Code: katape/tomai

English (LSJ)

   A fly down: fut. καταπτήσομαι Luc.Prom.2: aor. κατέπτᾰτο Ar.Av.789, al. codd.; part. καταπτάμενος Hdt.3.111 (v.l. -πετομένας, -πετεωμένας), Ar.V.16, Av.1624 codd.; subj. and opt. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Luc.Icar.13, Bis Acc.8: aor. 2 Act. κατέπτην, part. καταπτάς Arist.HA614b21, Ph.2.318, Luc.Charid.7, Porph. Abst.1.25: pf. κατέπτηκα Men.Kol.39: aor. 1 Pass. κατεπετάσθην LXXPr.27.8, D.S.2.20.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέτομαι: (πρβλ. πέτομαι) «πετῶ» πρὸς τὰ κάτω: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· ὡσαύτως ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -πετάομαι· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. ἀναπέτομαι).

French (Bailly abrégé)

f. καταπτήσομαι, 3ᵉ sg. ao. κατέπτατο, ao.2 Act. κατέπτην, part. avec sync. καταπτάμενος, ao.2 Moy. κατεπτόμην > sbj. κατάπτωμαι, 2ᵉ sg. opt. καταπτοῖο;
descendre en volant, voler d’en haut.
Étymologie: κατά, πέτομαι.