καταπέτομαι
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
fly down: fut. καταπτήσομαι Luc.Prom.2: aor. κατέπτᾰτο Ar.Av.789, al. codd.; part. καταπτάμενος Hdt.3.111 (v.l. καταπετομένας, καταπετεωμένας), Ar.V.16, Av.1624 codd.; subj. and opt. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Luc.Icar.13, Bis Acc.8: aor. 2 Act. κατέπτην, part. καταπτάς Arist.HA614b21, Ph.2.318, Luc.Charid.7, Porph. Abst.1.25: pf. κατέπτηκα Men.Kol.39: aor. 1 Pass. κατεπετάσθην LXX Pr.27.8, D.S.2.20.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8.
French (Bailly abrégé)
f. καταπτήσομαι, 3ᵉ sg. ao. κατέπτατο, ao.2 Act. κατέπτην, part. avec sync. καταπτάμενος, ao.2 Moy. κατεπτόμην > sbj. κατάπτωμαι, 2ᵉ sg. opt. καταπτοῖο;
descendre en volant, voler d'en haut.
Étymologie: κατά, πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πέτομαι, ptc. them. aor. med. καταπτόμενος; ptc. stamaor. med. κατεπτάμενος, omlaag vliegen.
Russian (Dvoretsky)
καταπέτομαι: (fut. καταπτήσομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατέπτατο, aor. 2 κατέπτην, part. καταπτάμενος; aor. 2 med. κατεπτόμην, conjct. κατάπτωμαι; aor. pass. κατεπετάσθην) налетать с высоты, слетать вниз Her., Arph., Arst., Diod., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέτομαι: (πρβλ. πέτομαι) «πετῶ» πρὸς τὰ κάτω: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· ὡσαύτως ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -πετάομαι· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. ἀναπέτομαι).
Greek Monolingual
καταπέτομαι (AM)
μσν.
τοποθετούμαι πάνω σε κάτι γρήγορα
αρχ.
πετώ προς τα κάτω («ἐφ' ἡμᾶς κατέπτατο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέτομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
καταπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι· γʹ ενικ. αορ. βʹ κατέπτατο, μτχ. καταπτάμενος, υποτ. κατάπτωμαι· επίσης Ενεργ. αορ. βʹ κατέπτην πετάω με καθοδική φορά, ίπταμαι προς τα κάτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -πτήσομαι 3rd sg. aor2 κατέπτατο part. καταπτάμενος subj. κατάπτωμαι also aor2 act. κατέπτην
to fly down, Hdt., Ar., etc.