πετάομαι
From LSJ
English (LSJ)
false form for ποτάομαι, f.l. in Arist.Metaph.1009b38, Str.16.4.11, AP14.63 (Mesom.):—also in Act., ὅ τι πετᾷ Cat.Cod. Astr. 8(1).249.
German (Pape)
[Seite 604] praes., = πέτομαι; erst Sp., wie Mesomed. (XIV, 63); D. Hal. 1, 86; als v.l. D. Sic. 4, 77 u. sonst, s. ποτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
πετάομαι: Arst., Anth. = πέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πετάομαι: ἡμαρτημένος τύπος ἀντὶ ποτάομαι ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 15, Ἀνθ. Π. 14. 63, κτλ.
English (Thayer)
(πέτομαι) (from Homer down); the Sept. for עוּף; to fly: πετάομαι.