ἰλύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰλύω''': ([[ἰλὺς]]) [[καλύπτω]] δι’ ἰλύος ἢ βορβόρου, Ἡσύχ. ΙΙ. = [[εἰλύω]], «[[συστρέφω]]», ὁ αὐτ. | |lstext='''ἰλύω''': ([[ἰλὺς]]) [[καλύπτω]] δι’ ἰλύος ἢ βορβόρου, Ἡσύχ. ΙΙ. = [[εἰλύω]], «[[συστρέφω]]», ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκεπάζω]] με [[λάσπη]]<br /><b>2.</b> [[ειλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το ουσ. [[ἰλύς]] «[[λάσπη]]», ενώ με τη δεύτερη [[είναι]] [[άλλος]] τ. του ρ. [[εἰλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], (ἰλύς)
A cover with slime or dirt, Hsch. II = εἰλύω, Id.
German (Pape)
[Seite 1252] beschmutzen, besudeln, VLL. Vgl. die compp. – Auch = εἰλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλύω: (ἰλὺς) καλύπτω δι’ ἰλύος ἢ βορβόρου, Ἡσύχ. ΙΙ. = εἰλύω, «συστρέφω», ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ἰλύω (Α)
1. σκεπάζω με λάσπη
2. ειλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το ουσ. ἰλύς «λάσπη», ενώ με τη δεύτερη είναι άλλος τ. του ρ. εἰλύω.