ὀμφακίτης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146. | |lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ,
A = ὀμφακίας, Dsc.5.6 ; epith. of Dionysus, Ael.VH3.41 ; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207 :—fem. ὀμφᾰκ-ῖτις, ιδος, as Adj., unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195 : as Subst., Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.