ὀμφακίτης

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκίτης Medium diacritics: ὀμφακίτης Low diacritics: ομφακίτης Capitals: ΟΜΦΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: omphakítēs Transliteration B: omphakitēs Transliteration C: omfakitis Beta Code: o)mfaki/ths

English (LSJ)

[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ, = ὀμφακίας, Dsc.5.6; epithet of Dionysus, Ael.VH3.41; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207:—fem. ὀμφακῖτις, ιδος, as adjective, unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195: as substantive, Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῖτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].