ὀμφάκινος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
η, ον,
A made from unripe grapes, ὀμφάκινος οἶνος = ὀμφακίας, ὀμφακίτης, Hp.Mul.2.189 (vulg., ὀμφακίῳ codd. opt.), PFlor.140v.7 (iii A.D.); ὀμφάκινον ἔλαιον = oil made from unripe olives, Dsc.1.30, cf. Gal.6.196.
2 ὀμφάκινον (sc. ἱμάτιον), τό, a garment named prob. from its colour, Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 343] von sauren, unreifen Beeren, Trauben u. anderen Früchten, Hippocr. u. Sp.; z. B. ἔλαιον, Oel aus unreifen, grünen Oliven; οἶνος, = ὀμφάκη. – Τὸ ὀμφ. bei Poll. 7, 56 Bezeichnung der Farbe einer Frauenkleidung.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, πεποιημένος ἐξ ἀώρων σταφυλῶν, ὀμφ. οἶνος, = ὀμφακίας, ὀμφακίτης, Ἱπ. 667. 2· ὀμφ. ἔλαιον, λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, ὡσαύτως καὶ ὠμοτριβές, Διοσκ. 1. 29· - ὀμφάκινον (δηλ. ἱμάτιον), τό, πιθ. ὡς ἐκ τοῦ χρώματος αὐτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 56.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀμφάκινος, -ίνη, -ον) όμφαξ
1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος»)
2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῖται», Διοσκ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα άγουρων σταφυλιών
2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀμφάκινον
(ενν. ἱμάτιον) είδος γυναικείου ενδύματος που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από το χρώμα του.
Léxico de magia
-ον tb. graf. ὀμφάκν- hecho con olivas verdes de aceite κατέχων ἐπὶ τοῖς γόνασι σκεῦος, ἐπιβαλὼν ἔλαιον ὀμφάκινον sosteniendo el recipiente en tus rodillas, vierte aceite de olivas verdes P IV 228 λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κύλισμα κανθάρου καὶ <ὀμ>φακνίνου μύρου λειοτριβήσας πάντα toma grasa o el ojo de un búho, la pelota de un escarabajo y aceite de aceitunas verdes y mézclalo todo P I 224