ἰσχιάς: Difference between revisions

From LSJ

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source
(6_1)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχιάς''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[νόσος]]), άδος, ἡ, [[πάθος]] τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν [[αὐτοῦ]] καὶ εἰς τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀκάνθης, Γαλην.
|lstext='''ἰσχιάς''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[νόσος]]), άδος, ἡ, [[πάθος]] τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν [[αὐτοῦ]] καὶ εἰς τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀκάνθης, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[ισχίο]]<br /><b>1.</b> [[νευραλγία]] του ισχιακού νεύρου, [[ισχιαλγία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγκαθιού, [[λευκάκανθα]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῐάς Medium diacritics: ἰσχιάς Low diacritics: ισχιάς Capitals: ΙΣΧΙΑΣ
Transliteration A: ischiás Transliteration B: ischias Transliteration C: ischias Beta Code: i)sxia/s

English (LSJ)

(sc. νόσος), άδος, ἡ,

   A hip-disease, Hp.Aph.6.59,60.    2 sciatica, ib.3.22 (pl.), Id.Aër. 22 (pl.), Thphr.HP9.13.6 (pl.); ἰ. χρονία Dsc.1.10.    II = λευκάκανθα, Id.3.19, cf. Gal.12.58.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ, die Hüften betreffend, bes. sc. νόσος, Hüftschmerzen, Lendengicht, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιάς: (ἐξυπακουομ. τοῦ νόσος), άδος, ἡ, πάθος τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ πυγαῖον ἄκρον καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. εἶδος ἀκάνθης, Γαλην.

Greek Monolingual

ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο
1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία
2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.