μυλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]].
|lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]].
}}
{{bailly
|btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλλαίνω Medium diacritics: μυλλαίνω Low diacritics: μυλλαίνω Capitals: ΜΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: myllaínō Transliteration B: myllainō Transliteration C: myllaino Beta Code: mullai/nw

English (LSJ)

(μυλλός A)

   A distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.

German (Pape)

[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.

French (Bailly abrégé)

tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.