ἀναδιδάσκω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδῐδάσκω''': (ἴδε [[διδάσκω]]), [[διδάσκω]] ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] = [[διδάσκω]], ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, [[μανθάνω]], ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: [[μανθάνω]] καλλίτερα πράγματα, [[μεταβάλλω]] γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: [[μανθάνω]] ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. [[δρᾶμα]], [[μεταβάλλω]] δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 563. | |lstext='''ἀναδῐδάσκω''': (ἴδε [[διδάσκω]]), [[διδάσκω]] ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] = [[διδάσκω]], ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, [[μανθάνω]], ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: [[μανθάνω]] καλλίτερα πράγματα, [[μεταβάλλω]] γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: [[μανθάνω]] ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. [[δρᾶμα]], [[μεταβάλλω]] δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 563. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναδιδάξω, <i>ao.</i> ἀνεδίδαξαν, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> enseigner de nouveau <i>ou</i> mieux, faire mieux comprendre;<br /><b>2</b> expliquer les choses successivement, les unes après les autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[διδάσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A teach otherwise or better, ἀ. ὡς . . Hdt.4.95; τινά τι Luc.Pseudol. 13; simply, instruct, inform, Th.1.32, al., Ar.Pl.563, etc.:—Pass., to be better instructed, ὅτι . . Pl.Hp.Ma.301e; learn better things, change one's mind, Hdt.8.63 (dub.); learn anew or from the beginning, J. AJ 2.9.1. II ἀ. δρᾶμα produce play a second time, Vit.Aesch., Arg. 1 Ar.Ra., Philostr.VA6.11. 2 explain, ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων Ar.Eq.1045.
German (Pape)
[Seite 186] (s. διδάσκω), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. δρᾶμα, ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐδάσκω: (ἴδε διδάσκω), διδάσκω ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· ὡσαύτως ἁπλῶς = διδάσκω, ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, μανθάνω, ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: μανθάνω καλλίτερα πράγματα, μεταβάλλω γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: μανθάνω ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. δρᾶμα, μεταβάλλω δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) ἑρμηνεύω, ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ αὐτοῦ 563.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναδιδάξω, ao. ἀνεδίδαξαν, pf. inus.
1 enseigner de nouveau ou mieux, faire mieux comprendre;
2 expliquer les choses successivement, les unes après les autres.
Étymologie: ἀνά, διδάσκω.