κοππατίας: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοππᾰτίας''': ὁ, ἔχων [[ἔγκαυμα]] τοῦ γράμματος [[κόππα]], (³) ὡς [[σημεῖον]], [[ἵππος]] κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 23 ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως, [[κόπτω]]) 438, Ἀποσπ. 135. Λέγεται δὲ ὅτι ἐσήμαινε τὸ Κορινθιακὸν γένος τῶν ἵππων (ἴδε ἐν λ. [[κόππα]]), ὧν ἡ καταγωγὴ μυθικῶς ἀνεβιβάζετο [[μέχρι]] τοῦ Πηγάσου. ― Πρβλ. [[σαμφόρας]], [[βουκέφαλος]]. | |lstext='''κοππᾰτίας''': ὁ, ἔχων [[ἔγκαυμα]] τοῦ γράμματος [[κόππα]], (³) ὡς [[σημεῖον]], [[ἵππος]] κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 23 ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως, [[κόπτω]]) 438, Ἀποσπ. 135. Λέγεται δὲ ὅτι ἐσήμαινε τὸ Κορινθιακὸν γένος τῶν ἵππων (ἴδε ἐν λ. [[κόππα]]), ὧν ἡ καταγωγὴ μυθικῶς ἀνεβιβάζετο [[μέχρι]] τοῦ Πηγάσου. ― Πρβλ. [[σαμφόρας]], [[βουκέφαλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />marqué d’un qoppa sur la cuisse (cheval), signe d’une victoire remportée aux courses.<br />'''Étymologie:''' [[κόππα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A branded with the letter Koppa as a mark, ἵππος κ. Ar. Nu.23 (with a play on κόπτω), 438, Fr.42.
German (Pape)
[Seite 1483] ὁ, ἵππος, ein Pferd, dem der Buchstabe Koppa (s. das Vorige) als Zeichen auf dem Schenkel eingebrannt war; es soll Korinth bedeutet haben, wo es vortreffliche Gestüte gab, die auf den Pegasus zurückgeführt wurden; Ar. Nubb. 23 (mit Anspielung auf κόπτω). 437. – Vgl. σαμφόρας.
Greek (Liddell-Scott)
κοππᾰτίας: ὁ, ἔχων ἔγκαυμα τοῦ γράμματος κόππα, (³) ὡς σημεῖον, ἵππος κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 23 (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως, κόπτω) 438, Ἀποσπ. 135. Λέγεται δὲ ὅτι ἐσήμαινε τὸ Κορινθιακὸν γένος τῶν ἵππων (ἴδε ἐν λ. κόππα), ὧν ἡ καταγωγὴ μυθικῶς ἀνεβιβάζετο μέχρι τοῦ Πηγάσου. ― Πρβλ. σαμφόρας, βουκέφαλος.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
marqué d’un qoppa sur la cuisse (cheval), signe d’une victoire remportée aux courses.
Étymologie: κόππα.