οὐδαμινός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_10) |
(29) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐδᾰμῐνός''': -ή, -όν, [[ἀνάξιος]] λόγου, οὐδενὸς [[ἄξιος]], Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[οὐδαμινός]]· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς [[εὐτελής]]», πρβλ. [[μηδαμινός]]. | |lstext='''οὐδᾰμῐνός''': -ή, -όν, [[ἀνάξιος]] λόγου, οὐδενὸς [[ἄξιος]], Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[οὐδαμινός]]· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς [[εὐτελής]]», πρβλ. [[μηδαμινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐδαμινός]], -ή, -όν και, [[κατά]] τον <b>Ηρωδιαν.</b>, [[οὐδάμινος]], -η, -ον (Α)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[τιποτένιος]], [[ευτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμοῦ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδαμ</i>-<i>ινός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 408] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμῐνός: -ή, -όν, ἀνάξιος λόγου, οὐδενὸς ἄξιος, Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐδαμινός· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς εὐτελής», πρβλ. μηδαμινός.
Greek Monolingual
οὐδαμινός, -ή, -όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, -η, -ον (Α)
ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. -ινός (πρβλ. μηδαμ-ινός)].