πλάστης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλάστης''': -ου, ὁ, ([[πλάσσω]]) ὁ πλάττων, σχηματίζων, [[τεχνίτης]] ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[τριχοπλάστης]], Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428. | |lstext='''πλάστης''': -ου, ὁ, ([[πλάσσω]]) ὁ πλάττων, σχηματίζων, [[τεχνίτης]] ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[τριχοπλάστης]], Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui façonne, qui modèle :<br /><b>1</b> ouvrier en argile <i>ou</i> en cire, modeleur, statuaire;<br /><b>2</b> coiffeur.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A moulder, modeller, in clay or wax, Pl.R.588d, Lg.671c, Plu.Per.12; sculptor, IG11(4).1105 (Delos, iii B. C.), Luc.Im.9, Gal.Med.Phil.2 ; brickmaker, Meyer Ostr.61.6 (iii B. C.); perh. = τριχοπλάστης, Plu.Dio9. II creator, Ph.1.434.
German (Pape)
[Seite 625] ὁ, der Bildner, Former, Schöpfer, bes. der in Thon od. Wachs arbeitende Künstler, Plat. Rep. IX, 588 c u. Sp., wie Plut. Thes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστης: -ου, ὁ, (πλάσσω) ὁ πλάττων, σχηματίζων, τεχνίτης ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· ὡσαύτως ἀντὶ τριχοπλάστης, Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui façonne, qui modèle :
1 ouvrier en argile ou en cire, modeleur, statuaire;
2 coiffeur.
Étymologie: πλάσσω.