ἐπιστύλιον: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστύλιον''': τό, ([[στῦλος]]) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ [[εἶναι]] ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν [[ἐπιστύλιον]] καθηρμόσθη τετράγωνον [[ὑπερεῖδον]] τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― [[ὡσαύτως]], ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6. | |lstext='''ἐπιστύλιον''': τό, ([[στῦλος]]) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ [[εἶναι]] ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν [[ἐπιστύλιον]] καθηρμόσθη τετράγωνον [[ὑπερεῖδον]] τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― [[ὡσαύτως]], ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>t. d’arch.</i> épistyle, architrave, entablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], στύλος. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό, (στῦλος)
A architrave, IG12.372, Tab.Heracl.1.6, CIG2751 (Aphrodisias), Plu.Per.13, Ph.Bel.62.6, Callix.2, Vitr.3.5.8, etc. : also as Adj., ἐπιστύλια ξύλα IG12.313.106. 2 shelf with pigeon-holes, Arist.Ath.47.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 986] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστύλιον: τό, (στῦλος) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ εἶναι ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν ἐπιστύλιον καθηρμόσθη τετράγωνον ὑπερεῖδον τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― ὡσαύτως, ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
t. d’arch. épistyle, architrave, entablement.
Étymologie: ἐπί, στύλος.