οὐλοκάρηνος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐλοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων οὔλην [[ἤτοι]] «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. [[οὐλοκίκιννα]]), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137. | |lstext='''οὐλοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων οὔλην [[ἤτοι]] «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. [[οὐλοκίκιννα]]), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la tête crépue, aux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κάρηνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (οὖλος B)
A with crisp, curling hair, Od.19.246. II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.
German (Pape)
[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.