κανδύταλις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_9)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανδύταλις''': ἡ, [[ἱματιοθήκη]], Μακεδ. [[λέξις]] παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 137)· - [[ὡσαύτως]], κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι [[ὅπου]] τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ [[εἶδος]] ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ [[αἰδοῖον]]» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''κανδύταλις''': ἡ, [[ἱματιοθήκη]], Μακεδ. [[λέξις]] παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 137)· - [[ὡσαύτως]], κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι [[ὅπου]] τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ [[εἶδος]] ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ [[αἰδοῖον]]» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κανδύταλις]], -ιδος, ὁ (Α)<br />[[κανδυτάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. τών [[κανδυτάνη]], [[κανδύλη]] και πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τους].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανδύτᾰλις Medium diacritics: κανδύταλις Low diacritics: κανδύταλις Capitals: ΚΑΝΔΥΤΑΛΙΣ
Transliteration A: kandýtalis Transliteration B: kandytalis Transliteration C: kandytalis Beta Code: kandu/talis

English (LSJ)

[ῡ], ὁ,

   A clothes-press, Maced. word in Diph.40, Men.82: κανδύλη or κανδυτάνη, Hsch.: pl. κανδύτανες prob. in Ael.NA17.17, cf. Poll.7.79, Phot. (who also explains it as a kind of fish, or = αἰδοῖον).

German (Pape)

[Seite 1320] ιδος, ὁ, ein Kleiderschrank eine Lade zu Kleidern, Diphil. bei Poll. 10, 147, von κάνδυς, also ein persisches Wort.

Greek (Liddell-Scott)

κανδύταλις: ἡ, ἱματιοθήκη, Μακεδ. λέξις παρὰ τῷ Διφίλ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1, Μέναδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 8 (παρὰ Πολυδ. Ι΄, 137)· - ὡσαύτως, κανδυτάλη ἢ -άνη, «κανδυτάναι ἢ κανδύλαι· ἱματιοθῆκαι ὅπου τὰ πολυτελῆ ἱμάτια ἔβαλλον» Ἡσύχ.· πληθ. κανδύτανες (ἢ -εις) Πολυδ. Ζ΄, 79, «κανδύτανες· ἱματιοφορίδες· οἱ δὲ εἶδος ἰχθύων· ἔστι δ’ ὅτε τὸ αἰδοῖον» Φώτ.· οὕτω καὶ κανδύλη, Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

κανδύταλις, -ιδος, ὁ (Α)
κανδυτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους].