τυμπανιστής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ [[τύμπανον]], τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, [[ἱέρεια]] τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652. | |lstext='''τυμπᾰνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ [[τύμπανον]], τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, [[ἱέρεια]] τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui joue du tambour, le tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12. II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.