εὔπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπνοος''': -ον, συνῃρ. εὔπνους, ουν· Ἐπικ. ἐΰπνοος: ([[πνέω]]): ― ἀναπνέων [[καλῶς]] ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Προγν. 41. 2) μεταβατικὸν ἐνεργείας, ὁ ποιῶν τινα νὰ πνέῃ ἐλευθέρως, ἀπαλλάσσων αὐτὸν τῆς δυσπνοίας, λουτρὸν Ἱππ. 395. 34. 3) ἐκπέμπων εὐωδίαν, εὐωδιάζων, λείρια Μόσχ. 2. 32· [[ῥόδον]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 287. ΙΙ. παρέχων ἐλευθέραν εἰς τὸν ἀέρα δίοδον, Λατ. perflabilis, μυκτῆρες Ξεν. Ἱππ. 1, 10· ὁ περὶ τὴν κεφαλὴν [[τόπος]] εὔπνους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7. 19, πρβλ. 3. 12, 3· ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὖπνοι Λόγγος 2. 35. 2) [[εὐήνεμος]], [[εὐάερος]], [[οἰκία]] εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, [[εὐήλιος]] δὲ τοῦ χειμῶνος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· τόποι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 14, 7· δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4 τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου Πλάτ. Φαῖδρ. 230C. ΙΙΙ. καλὸς πρὸς ἀναπνοήν, δροσερὸς καὶ [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 8, Στράβ. 150: ― Συγκρ. εὐπνοώτερος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. 1131G· [[ὡσαύτως]] εὐπνούστερος, Ἱππ. 1121Α, Ἀριστ., κλ.· Ὑπερθ. -ούστατος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 3.
|lstext='''εὔπνοος''': -ον, συνῃρ. εὔπνους, ουν· Ἐπικ. ἐΰπνοος: ([[πνέω]]): ― ἀναπνέων [[καλῶς]] ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Προγν. 41. 2) μεταβατικὸν ἐνεργείας, ὁ ποιῶν τινα νὰ πνέῃ ἐλευθέρως, ἀπαλλάσσων αὐτὸν τῆς δυσπνοίας, λουτρὸν Ἱππ. 395. 34. 3) ἐκπέμπων εὐωδίαν, εὐωδιάζων, λείρια Μόσχ. 2. 32· [[ῥόδον]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 287. ΙΙ. παρέχων ἐλευθέραν εἰς τὸν ἀέρα δίοδον, Λατ. perflabilis, μυκτῆρες Ξεν. Ἱππ. 1, 10· ὁ περὶ τὴν κεφαλὴν [[τόπος]] εὔπνους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7. 19, πρβλ. 3. 12, 3· ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὖπνοι Λόγγος 2. 35. 2) [[εὐήνεμος]], [[εὐάερος]], [[οἰκία]] εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, [[εὐήλιος]] δὲ τοῦ χειμῶνος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· τόποι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 14, 7· δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4 τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου Πλάτ. Φαῖδρ. 230C. ΙΙΙ. καλὸς πρὸς ἀναπνοήν, δροσερὸς καὶ [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 8, Στράβ. 150: ― Συγκρ. εὐπνοώτερος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. 1131G· [[ὡσαύτως]] εὐπνούστερος, Ἱππ. 1121Α, Ἀριστ., κλ.· Ὑπερθ. -ούστατος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 3.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> qui laisse un libre passage à la respiration;<br /><b>II. 1</b> bon à respirer (air);<br /><b>2</b> bien aéré, bien exposé à l’air <i>ou</i> au vent;<br /><i>Cp.</i> εὐπνοώτερος <i>ou</i> εὐπνούστερος, <i>Sp.</i> εὐπνούστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πνέω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπνοος Medium diacritics: εὔπνοος Low diacritics: εύπνοος Capitals: ΕΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: eúpnoos Transliteration B: eupnoos Transliteration C: eypnoos Beta Code: eu)/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. εὔ-πνους, ουν, Ep. ἐΰπνοος, (πνέω)

   A breathing well or freely, Hp.Prog.15, Epid.4.26 (Comp.), Max.Tyr. 30.6 (v.l. ἄϋπνος).    2 causal, making one breathe freely, relieving oppression of the breath, λουτρόν Hp.Acut.66.    3 sweet-smelling, λείρια Mosch.2.32; ῥόδον IG14.2040.3.    II affording a free passage to the air, μυκτῆρες X.Eq.1.10 (Comp.); ὁ [περὶ τὴν κεφαλὴν] τόπος εὔ. Arist.PA653b2, cf. 673b23 (Sup.); κάλαμοι Longus 2.35; νεφέλαι εὔ. αὔραις Orph.H.21.6.    2 open to the winds, airy, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Arist.Oec.1345a31; τόποι Id.Pr.869a34 (Comp.); δένδρα Thphr.CP1.15.4; τὸ εὔ. τοῦ τόπου Pl.Phdr.230c.    III good to breathe, fresh and pure, of the air, Thphr.CP1.13.8, Str.3.2.13: Comp. εὐπνοώτερος X.l.c., Hp. Epid.4.26; also εὐπνούστερος ib.7.39, Arist.Pr.960b22, Gal.5.911: Sup. -ούστατος Arist.PA673b23.

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn εὔπνους, ep. ἐΰπνοος (über εἴπνοες s. Lob. paralip. 1741, 1) gut, leicht athmend, μυκτῆρες εὐπνοώτεροι Xen. re equ. 1, 10. – 2) gut, leicht ausdünstend, Hippocr.; Arist. Probl. 2, 6 u. öfter; dah. λείρια, νάρκισσος, wohlduftend, Mosch. 2, 32. 65; ῥόδον Ep. ad. 711 (App. 287). – 3) gut zum Einathmen, ἀήρ Theophr.; Plut. Alez. 17 u. a. Sp. – 41 χωρίον, gut durchweht, lustig, Arist.; τὸ εὔπνουν τοῦ τόπ ου Plat. Phaedr. 230 c; νεφέλαι εὔπνοοι αὔραις Orph. H. 21, 6; gut wehend, πνοιαί h. 37, 27; δένδρα, dem Eindringen der Luft ausgesetzt, Theophr.; κάλαμοι, gut, leicht zu blasen, Lengin. 2, 35. Bei Hippocr. auch λουτρόν, die Ausdünstung befördernd. Compar. εὐπνοώτερος, Xen. a. a. O., gew. εὐπνούστερος, Arist. part. an. 3, 12 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπνοος: -ον, συνῃρ. εὔπνους, ουν· Ἐπικ. ἐΰπνοος: (πνέω): ― ἀναπνέων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Προγν. 41. 2) μεταβατικὸν ἐνεργείας, ὁ ποιῶν τινα νὰ πνέῃ ἐλευθέρως, ἀπαλλάσσων αὐτὸν τῆς δυσπνοίας, λουτρὸν Ἱππ. 395. 34. 3) ἐκπέμπων εὐωδίαν, εὐωδιάζων, λείρια Μόσχ. 2. 32· ῥόδον Ἀνθ. Π. παράρτ. 287. ΙΙ. παρέχων ἐλευθέραν εἰς τὸν ἀέρα δίοδον, Λατ. perflabilis, μυκτῆρες Ξεν. Ἱππ. 1, 10· ὁ περὶ τὴν κεφαλὴν τόπος εὔπνους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7. 19, πρβλ. 3. 12, 3· ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὖπνοι Λόγγος 2. 35. 2) εὐήνεμος, εὐάερος, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· τόποι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 14, 7· δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4 τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου Πλάτ. Φαῖδρ. 230C. ΙΙΙ. καλὸς πρὸς ἀναπνοήν, δροσερὸς καὶ καθαρός, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 8, Στράβ. 150: ― Συγκρ. εὐπνοώτερος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. 1131G· ὡσαύτως εὐπνούστερος, Ἱππ. 1121Α, Ἀριστ., κλ.· Ὑπερθ. -ούστατος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
I. qui laisse un libre passage à la respiration;
II. 1 bon à respirer (air);
2 bien aéré, bien exposé à l’air ou au vent;
Cp. εὐπνοώτερος ou εὐπνούστερος, Sp. εὐπνούστατος.
Étymologie: εὖ, πνέω.