μαδαρός: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδᾰρός''': -ά, -όν, ([[μαδάω]]) [[ὑγρός]], ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) [[μαλακός]], [[πλαδαρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, [[φαλακρός]], Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαδαρός]]· [[ἀραιόθριξ]]. [[ψεδνός]]».
|lstext='''μᾰδᾰρός''': -ά, -όν, ([[μαδάω]]) [[ὑγρός]], ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) [[μαλακός]], [[πλαδαρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, [[φαλακρός]], Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαδαρός]]· [[ἀραιόθριξ]]. [[ψεδνός]]».
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> glabre, lisse ; <i>particul.</i> chauve;<br /><b>2</b> sans cohésion ; flasque.<br />'''Étymologie:''' [[μαδάω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰρός Medium diacritics: μαδαρός Low diacritics: μαδαρός Capitals: ΜΑΔΑΡΟΣ
Transliteration A: madarós Transliteration B: madaros Transliteration C: madaros Beta Code: madaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μαδάω)

   A wet, ἕλκεα μ. running sores, Hp.Hum. 14; watery, pulpy, Id.Epid.7.83, Arist.HA531b14.    2 bald, κεφαλή Luc.Epigr.37.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρός: -ά, -όν, (μαδάω) ὑγρός, ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) μαλακός, πλαδαρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρός, Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαδαρός· ἀραιόθριξ. ψεδνός».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 glabre, lisse ; particul. chauve;
2 sans cohésion ; flasque.
Étymologie: μαδάω.