κυρτίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(6_22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυρτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύρτος]], Διοσκ. 1. 62· ― [[ὡσαύτως]] κυρτίς, -ίδος, ἡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 493, Ὀππ. Ἁλ. 5. 600, Διοσκ. 4. 157.
|lstext='''κυρτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύρτος]], Διοσκ. 1. 62· ― [[ὡσαύτως]] κυρτίς, -ίδος, ἡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 493, Ὀππ. Ἁλ. 5. 600, Διοσκ. 4. 157.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυρτίδιον]], τὸ (Α) [[κύρτος]]<br />μικρό [[στραγγιστήρι]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρτίδιον Medium diacritics: κυρτίδιον Low diacritics: κυρτίδιον Capitals: ΚΥΡΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kyrtídion Transliteration B: kyrtidion Transliteration C: kyrtidion Beta Code: kurti/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κυρτίς,

   A strainer, Dsc.1.52.

German (Pape)

[Seite 1538] τό, dim. zu κύρτη, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυρτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύρτος, Διοσκ. 1. 62· ― ὡσαύτως κυρτίς, -ίδος, ἡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 493, Ὀππ. Ἁλ. 5. 600, Διοσκ. 4. 157.

Greek Monolingual

κυρτίδιον, τὸ (Α) κύρτος
μικρό στραγγιστήρι.