ἐλλάμπω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλλάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· [[λάμπω]] ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74. | |lstext='''ἐλλάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· [[λάμπω]] ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=briller <i>ou</i> réfléchir dans, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐλλάμπομαι se distinguer, s’illustrer : τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λάμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A shine, Σείριος . . ὀξὺς ἐ. Archil.61: c. dat., shine upon, irradiate, τῇ ψυχῇ Ph.1.273; πᾶσιν Procl.Inst.23; εἰς ψυχήν Hierocl. in CA10p.433M.; εἰς τὴν οἰκείαν ἕδραν Jul.Or.4.134b; shine or be reflected in, ἐν τοῖς ὄμμασι τῶν πλησίον Plu.2.4od: c. dat., Iamb.Myst. 2.3, al. II trans., illuminate, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Plot. 2.9.2, cf. Procl.in Ti.2.285 D., al.; ὅταν [ἡ ψυχὴ] οἷον ἐλλάμψῃ πρὸς ἑαυτήν Plot.6.4.16:—metaph. in Med., distinguish oneself, gain glory in or with, [τῷ ἱππικῷ] ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Hdt.1.80; τῇσι νηυσί Id.8.74. 2 cause to shine upon, καλλονὴν ἑκάστῳ Them.Or.4.52b; cause to shine, ἡ τῶν θεῶν παρουσία τὸ φῶς ἐ. Iamb.Myst.2.6.
German (Pape)
[Seite 800] darin, darauf leuchten, scheinen, vom Sirius, Archil. frg. 32; Plut. de audit. 5. – Med., sich in Etwas auszeichnen, hervorthun, Her. 1, 80. 8, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλάμπω: μέλλ. -ψω, λάμπω ἐπάνω εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· λάμπω ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74.
French (Bailly abrégé)
briller ou réfléchir dans, τινι;
Moy. ἐλλάμπομαι se distinguer, s’illustrer : τινι en qch.
Étymologie: ἐν, λάμπω.