σαρδών: Difference between revisions
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(6_19) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, [[Πολυδ]]. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]]. | |lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, [[Πολυδ]]. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.
German (Pape)
[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].