ἄγγαρος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγγᾰρος''': ὁ, Περσικὴ [[λέξις]], = [[ἔφιππος]] [[ταχυδρόμος]]· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀγγαρήϊος]] ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. [[πομπός]], ἐν τέλει.
|lstext='''ἄγγᾰρος''': ὁ, Περσικὴ [[λέξις]], = [[ἔφιππος]] [[ταχυδρόμος]]· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀγγαρήϊος]] ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. [[πομπός]], ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />courrier persan, requis par corvée de relais en relais pour le service du roi.<br />'''Étymologie:''' mot persan.<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />disposé par relais ; ἄγγαρον [[πῦρ]] ESCHL signaux de feu de distance en distance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγγαρος]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγγᾰρος Medium diacritics: ἄγγαρος Low diacritics: άγγαρος Capitals: ΑΓΓΑΡΟΣ
Transliteration A: ángaros Transliteration B: angaros Transliteration C: aggaros Beta Code: a)/ggaros

English (LSJ)

ὁ, in Persia,

   A mounted courier, for carrying royal dispatches, Hdt.3.126, X.Cyr.8.6.17, Theopomp. Hist. 106, etc.    2 term of abuse ( = φορτηγός), ἄ. ὄλεθρος Men. 2 D., cf. Lib. Or.1.129.    II as Adj., ἄ. πῦρ the courier flame, of beacon fires, A.Ag. 282; ἄ. ἡμίονοι posting-mules, Lib. Or.18.143. (Assyr. agarru, 'hired labourer'.)

German (Pape)

[Seite 10] ὁ (pers. W.), reitende Boten, welche stationsweise durch ganz Persien standen, um königliche Botschaften zu befördern, erster Anfang einer Posteinrichtung, s. Her. 8, 98; Xen. Cyr. 8, 6, 17; Suid. οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι. Daher Aesch. ἄγγαρον πῦρ (von Warte zu Warte fortgepflanztes) Signalfeuer, Ag. 273.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγᾰρος: ὁ, Περσικὴ λέξις, = ἔφιππος ταχυδρόμος· τοιοῦτοι δὲ ἦσαν ἔτοιμοι εἰς ὡρισμένους σταθμοὺς καθ’ ὅλην τὴν Περσίαν (ἔχοντες ἐξουσίαν νὰ ἐπιβάλλωσιν ἀναγκαστικὴν ἐργασίαν), ἵνα κομίζωσι τὰς βασιλικὰς παραγγελίας, «οἱ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόροι», Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. ἀγγαρήϊος ΙΙ., καὶ ἴδ. Ξεν. Κυρ. 8. 6, 17. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 282, ἄγγαρον πῦρ = τὸ πῦρ τὸ χρησιμεῦσαν πρὸς μεταβίβασιν τῆς ἀγγελίας περὶ ἁλώσεως τῆς Τροίας· πρβλ. πομπός, ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
courrier persan, requis par corvée de relais en relais pour le service du roi.
Étymologie: mot persan.
2ος, ον :
disposé par relais ; ἄγγαρον πῦρ ESCHL signaux de feu de distance en distance.
Étymologie: ἄγγαρος.