γυμνητεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμνητεύω''': εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι [[γυμνός]], Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· ([[γυμνιτεύω]], ἡμαρτ. γραφή).
|lstext='''γυμνητεύω''': εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι [[γυμνός]], Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· ([[γυμνιτεύω]], ἡμαρτ. γραφή).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être armé à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνητεύω Medium diacritics: γυμνητεύω Low diacritics: γυμνητεύω Capitals: ΓΥΜΝΗΤΕΥΩ
Transliteration A: gymnēteúō Transliteration B: gymnēteuō Transliteration C: gymniteyo Beta Code: gumnhteu/w

English (LSJ)

   A to be naked, 1 Ep.Cor.4.11, Demoph.Sent. 8.    2 to be lightly clad, D.Chr.25.3.    3 to be light-armed, Plu. Aem.16.

German (Pape)

[Seite 509] 1) nackt sein, N. T.; entblößt sein, Sp., τινός. – 2) leicht bewaffneter Soldat sein, Plut. Aem. 16; D. Cass. 47, 34.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνητεύω: εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι γυμνός, Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· (γυμνιτεύω, ἡμαρτ. γραφή).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.