εὐκόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκόρῠθος''': -ον, ([[κόρυς]]) ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ὀππ. Κυν. 1. 363.
|lstext='''εὐκόρῠθος''': -ον, ([[κόρυς]]) ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ὀππ. Κυν. 1. 363.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκόρυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ωραία [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>θος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[κόρυθος]], <i>τρι</i>-[[κόρυθος]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκόρῠθος Medium diacritics: εὐκόρυθος Low diacritics: ευκόρυθος Capitals: ΕΥΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: eukórythos Transliteration B: eukorythos Transliteration C: efkorythos Beta Code: eu)ko/ruqos

English (LSJ)

ον, (κόρυς)

   A with beautiful helmet, Opp.C.1.363.

German (Pape)

[Seite 1075] wohlbehelmt, Opp. C. 1, 363.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόρῠθος: -ον, (κόρυς) ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ὀππ. Κυν. 1. 363.

Greek Monolingual

εὐκόρυθος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιππο-κόρυθος, τρι-κόρυθος.