συστατικός: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύστασιν ἢ σύναψιν, [[συνακτικός]], [[συνθετικός]], [[συνδετικός]], [[συνεκτικός]], μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84· ἀντίθετον τῷ [[διαιρετικός]], Ἀμμών. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 67. 52. 2) ὁ [[ὁμοῦ]] συνέλκων, στερεοποιῶν, ἀντίθετον τῷ [[διαχυτικός]], Θεοφρ. π. Αἰσθ. 84· ὁ ἀποτελῶν τι, τὰ σ. μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύστασιν ἢ παρουσίασίν τινος [[πρός]] τινα, [[συστατικός]], τὸ [[κάλλος]] πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, τὸ [[κάλλος]] [[εἶναι]] καλλίτερον συστατικὸν πάσης ἐπιστολῆς, Διογ. Λ. 5. 18· συστ. [[ἐπιστολή]], συστατικὸν [[γράμμα]], Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. γ΄, 1· ἢ μόνον συστ., Διογ. Λ. 8. 87· καί, σ. γράμματα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 3, 1. ΙΙΙ. ὁ συγκρατῶν, ἀναστέλλων, ἀναχαιτίζων, Ἐκκλ. | |lstext='''συστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύστασιν ἢ σύναψιν, [[συνακτικός]], [[συνθετικός]], [[συνδετικός]], [[συνεκτικός]], μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84· ἀντίθετον τῷ [[διαιρετικός]], Ἀμμών. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 67. 52. 2) ὁ [[ὁμοῦ]] συνέλκων, στερεοποιῶν, ἀντίθετον τῷ [[διαχυτικός]], Θεοφρ. π. Αἰσθ. 84· ὁ ἀποτελῶν τι, τὰ σ. μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύστασιν ἢ παρουσίασίν τινος [[πρός]] τινα, [[συστατικός]], τὸ [[κάλλος]] πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, τὸ [[κάλλος]] [[εἶναι]] καλλίτερον συστατικὸν πάσης ἐπιστολῆς, Διογ. Λ. 5. 18· συστ. [[ἐπιστολή]], συστατικὸν [[γράμμα]], Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. γ΄, 1· ἢ μόνον συστ., Διογ. Λ. 8. 87· καί, σ. γράμματα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 3, 1. ΙΙΙ. ὁ συγκρατῶν, ἀναστέλλων, ἀναχαιτίζων, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à donner de la consistance :<br /><b>1</b> propre à unir, à resserrer;<br /><b>2</b> propre à faire accueillir, à recommander ; ἡ συστατική ([[ἐπιστολή]]) lettre de recommandation.<br />'''Étymologie:''' [[συνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for putting together, component, μόρια S.E.M.8.84, cf. 1.104; opp. διαιρετικός, Ammon. in Porph.118.13. 2 drawing together, consolidating, opp. διαχυτικός, Thphr.Sens.84. 3 probatory, confirmatory, Hermog. Id.2.9; λόγοι σ. τινός Phld.Rh.1.12 S.; σ. δημόσιος χρηματισμός a publicly deposited deed confirmatory (of a gift), PGrenf.2.69.20, al. (iii A.D.). II of or for bringing together, introductory, commendatory, τὸ κάλλος παντὸς ἐπιστολίου -ώτερον personal appearance is better introduction than any letter, Arist. ap. D.L.5.18, cf. Plb.31.16.3; σ. ἐπιστολαί letters of introduction, 2 Ep.Cor.3.1; ἡ σ. alone, D.L.8.87; also σ. γράμματα Arr.Epict.2.3.1, POxy.1587.20 (iii A.D.). III -κόν, τό, deed of representation, power of attorney, ib.505.2 (ii A.D.); agreement to appoint a representative, PFay.35.11 (ii A.D.). 2 = minervalicium (prob. teacher's fee), Gloss. IV productive, ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῦδε τοῦ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι Herod.Med. in Rh.Mus.58.70.
German (Pape)
[Seite 1044] ή, όν, zusammenstellend, -bringend, vorstellend, empfehlend; sprichwörtlich τὸ κάλλος πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, Schönheit ist empfehlender als jeder Empfehlungsbrief, D. L. 5, 18, u. A.; ἡ συστατική, sc. ἐπιστολή, Empfehlungsbrief, D. L. 8, 87. – Zum Stehen bringend, dicht machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύστασιν ἢ σύναψιν, συνακτικός, συνθετικός, συνδετικός, συνεκτικός, μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84· ἀντίθετον τῷ διαιρετικός, Ἀμμών. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 67. 52. 2) ὁ ὁμοῦ συνέλκων, στερεοποιῶν, ἀντίθετον τῷ διαχυτικός, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 84· ὁ ἀποτελῶν τι, τὰ σ. μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύστασιν ἢ παρουσίασίν τινος πρός τινα, συστατικός, τὸ κάλλος πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, τὸ κάλλος εἶναι καλλίτερον συστατικὸν πάσης ἐπιστολῆς, Διογ. Λ. 5. 18· συστ. ἐπιστολή, συστατικὸν γράμμα, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. γ΄, 1· ἢ μόνον συστ., Διογ. Λ. 8. 87· καί, σ. γράμματα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 3, 1. ΙΙΙ. ὁ συγκρατῶν, ἀναστέλλων, ἀναχαιτίζων, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à donner de la consistance :
1 propre à unir, à resserrer;
2 propre à faire accueillir, à recommander ; ἡ συστατική (ἐπιστολή) lettre de recommandation.
Étymologie: συνίστημι.