καμψός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμψός''': -ή, -όν, ([[κάμπτω]]) «[[καμπύλος]]» Ἡσύχ., πρβλ. [[γαμψός]]. | |lstext='''καμψός''': -ή, -όν, ([[κάμπτω]]) «[[καμπύλος]]» Ἡσύχ., πρβλ. [[γαμψός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμψός]], -ή, -όν (Α)<br />[[γαμψός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]], πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[γαμψός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κάμπτω)
A crooked, bent, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen, = γαμψός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμψός: -ή, -όν, (κάμπτω) «καμπύλος» Ἡσύχ., πρβλ. γαμψός.
Greek Monolingual
καμψός, -ή, -όν (Α)
γαμψός, γυριστός, καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ' αναλογία προς το γαμψός.