κνηκόπυρος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_17)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηκόπῡρος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] κιτρινωπὸν [[οἷον]] τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων [[χρῶμα]] ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.
|lstext='''κνηκόπῡρος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] κιτρινωπὸν [[οἷον]] τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων [[χρῶμα]] ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηκόπυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>πυρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πυρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκόπῡρος Medium diacritics: κνηκόπυρος Low diacritics: κνηκόπυρος Capitals: ΚΝΗΚΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: knēkópyros Transliteration B: knēkopyros Transliteration C: knikopyros Beta Code: knhko/puros

English (LSJ)

ον,

   A made of yellow wheat, ἡδοναὶ τραγημάτων Sopat.17.

German (Pape)

[Seite 1460] weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκόπῡρος: -ον, ἔχων χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων χρῶμα ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.

Greek Monolingual

κνηκόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ-πυρος, πολύ-πυρος].