ῥιζάγρα: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_9) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζάγρα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων, Παῦλ. Αἰγ. 352. | |lstext='''ῥιζάγρα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων, Παῦλ. Αἰγ. 352. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ῥιζάγρα]], ΝΑ<br />οδοντιατρική [[λαβίδα]] για την [[εξαγωγή]] τών ριζών τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A instrument for extracting the roots of a tooth, Cels.7.12.1, Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 842] ἡ, die Wurzelzange, Zahnwurzeln, Splitter u. dgl. damit herauszuziehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζάγρα: ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων, Παῦλ. Αἰγ. 352.
Greek Monolingual
η / ῥιζάγρα, ΝΑ
οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα)].