μεσαῖος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_4) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσαῖος''': -α, -ον, = [[μέσος]], Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μέσον]], ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. [[μεσαίτατος]], κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος). | |lstext='''μεσαῖος''': -α, -ον, = [[μέσος]], Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μέσον]], ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. [[μεσαίτατος]], κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑM μεσαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στη [[μέση]], ο [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(κοινων.)</b> «η μεσαία [[τάξη]]» — το [[στρώμα]] το οποίο στη [[διάρθρωση]] της κοινωνίας βρίσκεται [[ανάμεσα]] στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη [[τάξη]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μέτριο [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσαῑον</i><br />το [[μέσο]] ή η [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = μέσος, Antiph.181: neut. as Subst., middle, Id.72.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαῖος: -α, -ον, = μέσος, Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μέσον, ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. μεσαίτατος, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑM μεσαῑος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος
νεοελλ.
φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» — το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση της κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη
μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαῑον
το μέσο ή η μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -αίος].