κίσσα: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίσσᾰ''': Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, [[ἴσως]] ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, [[ψευδὴς]] [[ὄρεξις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.
|lstext='''κίσσᾰ''': Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, [[ἴσως]] ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, [[ψευδὴς]] [[ὄρεξις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />geai, pic, pie, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσᾰ Medium diacritics: κίσσα Low diacritics: κίσσα Capitals: ΚΙΣΣΑ
Transliteration A: kíssa Transliteration B: kissa Transliteration C: kissa Beta Code: ki/ssa

English (LSJ)

Att. κίττᾰ, ἡ,

   A jay, Garrulus glandarius, Ar.Av.302, Antiph. 302, etc.; σοῦ δ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ' εἶδον... οὐ κίτταν Alex.92; prov., ἁ κίττα τὰν Σειρῆνα μιμουμένα Gal.8.632.    2 = ἰχθῦς ποιός, Hsch.    II 'longing' of pregnant women, craving for strange food, Dsc.1.115, Sor.1.48, S.E.M.5.62: pl., Gal.8.343.

German (Pape)

[Seite 1442] ἡ, att. κίττα, Häher, Holzschreier, nach Plin. pica glandaria; Ar. Av. 302. 1297; Plut. u. a. Sp. – Bei schwangeren Frauen = der Ekel an gewöhnlichen Speisen u. krankhaftes Gelüst nach besonderen, Sext. Emp. adv. math. 5, 62 u. Medic., vgl. Schol. Ar. Pax 496.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσᾰ: Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, ἴσως ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, ψευδὴς ὄρεξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
geai, pic, pie, oiseau.
Étymologie: DELG onomatopée.