γύμνωσις: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύμνωσις''': -εως, ἡ, [[στέρησις]] ἢ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. [[γυμνότης]], Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν [[ἑαυτοῦ]] γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ [[γυμνός]] 2), Θουκ. 5.71. | |lstext='''γύμνωσις''': -εως, ἡ, [[στέρησις]] ἢ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. [[γυμνότης]], Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν [[ἑαυτοῦ]] γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ [[γυμνός]] 2), Θουκ. 5.71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de mettre à nu;<br /><b>2</b> flanc droit non couvert (par le bouclier).<br />'''Étymologie:''' [[γυμνόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stripping, παρθένων Plu. Lyc.14, cf. Cat.Ma.20, Dsc.2.173. II exposure, LXXGe.9.22; ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ. his defenceless side (cf. γυμνός 2), Th.5.71.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei LXX auch die Schaam.
Greek (Liddell-Scott)
γύμνωσις: -εως, ἡ, στέρησις ἢ ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. γυμνότης, Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ γυμνός 2), Θουκ. 5.71.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de mettre à nu;
2 flanc droit non couvert (par le bouclier).
Étymologie: γυμνόω.