χορεία: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χορεία''': ἡ, [[χορός]], καὶ [[μάλιστα]] ὁ ἐν κυκλικῇ κινήσει γινόμενος ὡς καὶ νῦν, [[μετὰ]] μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1265 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ τοῖς Τραγ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 336· ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε ὁ αὐτ. ἐν Θεμ. 956 χ. [[εὔκυκλος]] [[αὐτόθι]] 968· [[χορεία]] ... ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Πλάτ. Νόμ. 654Β· ὅλη ... χορ. ὅλη [[παίδευσις]] ἦν ἡμῖν [[αὐτόθι]] 672Ε· μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. [[αὐτόθι]] 655D θυσίαι τε καὶ χ. [[αὐτόθι]] 772Β· ἐπάρχεσθαι ... τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144. 2) ἐπὶ πάσης κυκλικῆς κινήσεως, [[οἷον]] τῶν ἀστέρων, χορείαν πάντων χορῶν καλλίστην χορεύοντα Πλάτ. Ἐπιν. 982Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 13, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 17· πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Φίλων 1. 16. ΙΙ. [[μέλος]] πρὸς ὄρχησιν, «τραγοῦδι τοῦ χοροῦ», ἄκουε τὰν ἐμὰν Δωρίαν χ. Πρατίνας 1. 19., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατράχ. 247. | |lstext='''χορεία''': ἡ, [[χορός]], καὶ [[μάλιστα]] ὁ ἐν κυκλικῇ κινήσει γινόμενος ὡς καὶ νῦν, [[μετὰ]] μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1265 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ τοῖς Τραγ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 336· ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε ὁ αὐτ. ἐν Θεμ. 956 χ. [[εὔκυκλος]] [[αὐτόθι]] 968· [[χορεία]] ... ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Πλάτ. Νόμ. 654Β· ὅλη ... χορ. ὅλη [[παίδευσις]] ἦν ἡμῖν [[αὐτόθι]] 672Ε· μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. [[αὐτόθι]] 655D θυσίαι τε καὶ χ. [[αὐτόθι]] 772Β· ἐπάρχεσθαι ... τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144. 2) ἐπὶ πάσης κυκλικῆς κινήσεως, [[οἷον]] τῶν ἀστέρων, χορείαν πάντων χορῶν καλλίστην χορεύοντα Πλάτ. Ἐπιν. 982Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 13, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 17· πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Φίλων 1. 16. ΙΙ. [[μέλος]] πρὸς ὄρχησιν, «τραγοῦδι τοῦ χοροῦ», ἄκουε τὰν ἐμὰν Δωρίαν χ. Πρατίνας 1. 19., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατράχ. 247. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> danse ; <i>p. anal.</i> mouvement du corps mesuré, réglé, après le repas ; mouvement régulier des mondes, du soleil;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> danse <i>ou</i> chœur de jeunes filles, ronde;<br /><b>3</b> chant en chœur.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dance, esp. choral dance with music, E.Ph.1265 (pl., nowhere else in Trag., exc. Chaerem.14.3), Ar.Ra.336 (lyr.); ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε Id.Th.956 (lyr.); εὔκυκλος χ.ib.968 (troch.); χ . . . ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ σύνολόν ἐστιν Pl.Lg.654b; ὅλη . . χ. ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν ib.672e; μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. ib. 655d; θυσίαι τε καὶ χ. ib.772b; ἐπάρχεσθαι . . τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ dub. in IG12(9).192.11 (Eretria). 2 of any circling motion, as of the stars, χ. καλλίστην χορεύοντα Pl.Epin.982e, cf. Arist.Fr.11 (pl.), Luc.Salt.17; πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Ph.1.16. II dance-tune, ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον χ. Pratin.Lyr.1.17, cf. Ar.Ra. 247 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, das Tanzen, der Chor-, Reigentanz selbst; Eur. Phoen. 1171; Ar. Ran. 247; ῥυθμὸς χορείας Th. 955; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f; χορεία – ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Plat. Legg. III, 654 b; καὶ θυσίαι VI, 772 b, u. oft; χορείαν χορεύειν Plut. Thes. 21.
Greek (Liddell-Scott)
χορεία: ἡ, χορός, καὶ μάλιστα ὁ ἐν κυκλικῇ κινήσει γινόμενος ὡς καὶ νῦν, μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1265 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς Τραγ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 336· ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε ὁ αὐτ. ἐν Θεμ. 956 χ. εὔκυκλος αὐτόθι 968· χορεία ... ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Πλάτ. Νόμ. 654Β· ὅλη ... χορ. ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν αὐτόθι 672Ε· μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. αὐτόθι 655D θυσίαι τε καὶ χ. αὐτόθι 772Β· ἐπάρχεσθαι ... τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144. 2) ἐπὶ πάσης κυκλικῆς κινήσεως, οἷον τῶν ἀστέρων, χορείαν πάντων χορῶν καλλίστην χορεύοντα Πλάτ. Ἐπιν. 982Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 13, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 17· πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Φίλων 1. 16. ΙΙ. μέλος πρὸς ὄρχησιν, «τραγοῦδι τοῦ χοροῦ», ἄκουε τὰν ἐμὰν Δωρίαν χ. Πρατίνας 1. 19., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατράχ. 247.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 danse ; p. anal. mouvement du corps mesuré, réglé, après le repas ; mouvement régulier des mondes, du soleil;
2 particul. danse ou chœur de jeunes filles, ronde;
3 chant en chœur.
Étymologie: χορός.