ἀνεύρυσμα: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύρυσμα''': -ατος, τό, [[πλάτυνσις]], [[κυρίως]] [[οἴδημα]] ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.
|lstext='''ἀνεύρυσμα''': -ατος, τό, [[πλάτυνσις]], [[κυρίως]] [[οἴδημα]] ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aneurisma]] ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος [[ἀνεύρυσμα]] καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.<i>Herb</i>.117.8 apéndice, Veg.<i>Mul</i>.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύρυσμα Medium diacritics: ἀνεύρυσμα Low diacritics: ανεύρυσμα Capitals: ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ
Transliteration A: aneúrysma Transliteration B: aneurysma Transliteration C: aneyrysma Beta Code: a)neu/rusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A aneurism, Ruf. ap.Aët.14.51, Antyll. ap. Orib.45.24.1, Gal.7.725, 10.335.

German (Pape)

[Seite 227] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρυσμα: -ατος, τό, πλάτυνσις, κυρίως οἴδημα ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aneurisma ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος ἀνεύρυσμα καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.Herb.117.8 apéndice, Veg.Mul.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.